Πολιτιστικός Σύλλογος Βαθυλάκκου : Πρωτοχρονιά – Αρχιχρονιά στη Σμύρνη

Η Πρωτοχρονιά εορταζόταν με ιδιαίτερο τρόπο στην περιοχή της Σμύρνης. Από την παραμονή νοικοκυρές ετοίμαζαν μελομακάρονα, τα λεγόμενα «φοινίκια» και βασιλόπιτες, τις λεγόμενες «τριφτές». Από το ζυμάρι της βασιλόπιτας έφτιαχναν και κουλουράκια, γνωστά ως «αητουδάκια», που τα σφράγιζαν με το δικέφαλο βυζαντινό αετό. Τ’ αητουδάκια προορίζονταν για τα παιδιά που τη μέρα αυτή έλεγαν τα κάλαντα με τουμπελέκια, ταψιά ή ντέφια. Σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, φρούτα και λογής καλούδια αφθονούσαν μες στους μικρούς τορβάδες (σακκούλες) των παιδιών.
Οι Σμυρνιές έβαζαν όλη την τέχνη τους. Έβραζαν μια κότα και το βράδυ μαζεύονταν συγγενείς και φίλοι, έτρωγαν, έκοβαν την πίτα κι έπαιζαν «τόμπολα». Στην αλλαγή του χρόνου οι σαλβαράδες (άνδρες με σαλβάρια) έβγαιναν έξω με γκράδες και τσιφτέδες (τύποι όπλων) και έριχναν στο αέρα για το καλό του νέου έτους.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς πήγαιναν με ένα ρόδι στην εκκλησία και το λειτουργούσαν. Στη συνέχεια το έσπαγαν στην πόρτα του σπιτιού κι έλεγαν «όσους σπόρους έχει το ρόδι, τόσα χρόνια να ζήσει ο νοικοκύρης». Μπαίνοντας, «με το δεξί», σε ένα φιλικό σπίτι έκαναν «ποδαρικό» κι ο νοικοκύρης ασήμωνε. Επίσης, ο νοικοκύρης έφερνε αμίλητο νερό από κάποια βρύση του χωριού και μια μικρή πέτρα κι έλεγε «όπως βαραίνει η πέτρα, έτσι να βαραίνει και η τσέπη του νοικοκύρη», ύστερα τα έβαζε στο εικονοστάσι. Τρεις μέρες δεν σκούπιζαν και δεν τίναζαν, για να μην πεταχτεί η τύχη του σπιτιού, όπως έλεγαν.
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα Σμύρνης
Αρχιμηνιά (κερά) κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου,
κι αρχή που βγήκεν (κερά μου) ο Χριστός τριώ χρονώ παιδάκι.
Ούλο τον κόσμο (κερά) ηγύρισε σαν το καλογεράκι.
Σ’ αυτό το σπίτι (κερά μου) τ’ αψηλό, το μαρμαροχτισμένο,
που ’ναι οι πέτρες (κερά μου) μάλαμα, το χώμα είν’ ασήμι,
και μες στη μέση (κερά μου) του σπιτιού, κοιμάτ’ Άγιος Βασίλης.
Ξύπνησ’ αφέντη τσ’ αφεντιάς και μη πολυκοιμάσαι,
γιατίς ο ύπνος ο πολύς, μαραίνει και χαλά σε.
Εσένα πρέπ’ αφέντη μου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Πολλά ‘παμε τ’ αφέντη μας, ας πούμ’ και τση κεράς μας.
Κερά λιγνή, κερά ψηλή, κερά καμαροφρύδα,
που’ χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι,
και του κοράκου το φτερό το ‘χεις καμαροφρύδι.
Πολλά ‘παμε και τση κεράς ας πούμε και του γιου τση.
Έχεις και γιο στα γράμματα και γιόνε στο ψαλτήρι,
να σ’ τον χαρίνει ο Θεός, να βάλλει πετραχήλι.
Πολλά ‘παμε του γιούκα σου ας πούμε και τση κόρης.
Έχεις και κόρην όμορφη, γραμματικός την θέλει,
μ’ αν είναι και γραμματικός, πολλά προυκιά γυρεύει.
Πολλά ‘παμε τση κόρης σου ας πούμε για το σπίτι.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρχαμε, πέτρα να μη ραΐσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Ηφάαμε τον πετεινό, ας φάμε και την κότα,
δώτε μας το φλουράκι μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Άντε παιδιά να φύωμε, πριχού μας βαρεθούνε,
πριχού μας δώσουν τσι κλωτσές και μας κουτρουβαλούνε.
Και εις έτη πολλά !