Το Σύνταγμα του 1975 επικρίθηκε ως προς τις αρμοδιότητες που παρείχε στον ΠτΔ («υπερεξουσίες»), οι οποίες δεν ήταν απλά ρυθμιστικές/συμβολικές/ διαιτητικές, αλλά δυνητικά θα μπορούσαν να στραφούν κατά της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η αναθεώρηση του 1986, αφαιρώντας τις «υπερεξουσίες» από τον ΠτΔ, κατέληξε στην ισχυροποίηση της θέσης του Πρωθυπουργού, η οποία ναι μεν συνάδει με τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματός μας, όμως είναι δυνατό να αποβεί αυταρχική, όταν δεν υπάρχουν ισχυρά αντίβαρα απέναντί της.
Ενόψει αυτών είναι σκόπιμη η «λελογισμένη» ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να ασκεί εμπράκτως τον ρυθμιστικό του ρόλο. Όμως, η μεταβολή του ΠτΔ σε «πραγματικό» αντίβαρο στον Πρωθυπουργό με αυξημένες αρμοδιότητες και άμεση εκλογή από το Λαό, θα έθετε σε κίνδυνο τις λεπτές θεσμικές ισορροπίες του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος.
Γι’ αυτό, πρέπει να αναζητηθούν, ως πιο πρόσφορα, αντίβαρα στον πρωθυπουργοκεντρισμό έξω από το πεδίο της εκτελεστικής λειτουργίας (π.χ. εγγυήσεις ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, θεσμοί «άμεσης δημοκρατίας», ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης). Ένα δοκιμασμένο (από την εμπειρία του Parteiengesetz στη Γερμανία) αντίβαρο αποτελούν οι εγγυήσεις εσωκομματικής δημοκρατίας.