O Mesut κρατάει το χέρι της νεκρής του κόρης που είναι καταπλακωμένη από τα χαλάσματα του σπιτιού τους.
Το κρατάει στοργικά και υπομονετικά με ένα άδειο βλέμμα περιμένοντας να έρθει η ώρα να την συνοδέψει στην τελευταία στάση του ταξιδιού της.
Της κάνει παρέα για να μην νιώσει μόνη η εγκαταλειμμένη.
Το ξέρει πως η κόρη του είναι νεκρή.
H μικρή του είναι ακόμα εκεί, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της να κοιμάται. Και αυτός κάθεται στα χαλάσματα και στο κρύο να της κρατάει το χέρι της στοργικά και να την παρηγορεί και να της λέει να μην φοβάται και πως όλα θα πάνε καλά από εδώ και μπρος.
Και κάποια στιγμή θα έρθει να την βρει για να είναι μαζί πάλι.
Όπως σε εκείνη την παλιότερη φωτογραφία από το καλοκαίρι που πέρασε .
Εκεί που είναι οι δυο τους χαμογελαστοί σε μια βρύση και κοιτάνε τον φακό. Τότε, σε εκείνο το παρόν, που ήταν μαζί και χαρούμενοι.
Βλέπω φωτογραφίες και εικόνες από τον σεισμό που με συγκινούν και με ταράζουν πολύ.
Αυτές όμως με έκαναν να δακρύσω και να θέλω να κλάψω.
Όχι όμως τόσο από λυπη για αυτόν τον πατέρα και την κόρη του αλλά από τον φόβο να μην βρεθώ στην θέση του.
Γιατί αυτός ο φόβος είναι ο μεγαλύτερος και ο χειρότερος που έχω.Και ο ακόμα μεγαλύτερος φόβος είναι να μην έχω καν το χέρι της να κρατάω.
Τον πατέρα τον λένε Mesut και την κόρη του Irmak.