ΚΟΥΦΑΛΙΑ : Τα Καβακλιώτικα – Η ΑΡΑΒΩΝΙΑ Μερος 4

ΤΗΣ : ΜΑΡΙΑΣ ΓΑΤΙΔΟΥ    (Λαογράφος)

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα, λουλούδι, φυτό και υπαίθριες δραστηριότητες

Αγαπημένα Καβακλιουτούδια κι Αρτλίκια,

Παένουμι κι οι τέσιρις στου πρακτουρίου κι καϊτιρούμι του λιουφουρίου,
ια να ανέβουμι μι σ΄ραβουνιασκοί μας, π’μιάζαν νό μαργαλιασμένα
μούσμουα.
Κάθουμασταν μεσ΄του λιουφουρείου ντιμ μας έδειραν. Σταναχουρμένοι.
Ε ιμείς μι τ’ φιλινάδαμ’, είχαμι κόμα πουλύ θάρους, αλλά οι
ραβουνιασκοί μας μαραμένοι, ούτι μας χουράτιψαν χιτς σ όλου του ταξίδ’.
Ε αφού πήγαμι ια σ’ βέρις έφκιασαμι τ’ δλειά μας, πουρπάτσαμι,
βουλτάρσαμι, έφτασι μισιμέρι κι παένουμι σ’ ένα ιστιατόριου. Ιπειδής ι
Γκόγκους ήταν μπαχτσαβάντς, πήινει δυό φουρές τ’ν ιβδουμάδα Σαλουνίκ’
να πουλήσ(ει) ζαρζαβάτ(ι) κι ήξιρει τα κατατόπια.
Ιγώ πρώτ’ φουρά στ’ ζουή’μ’ ίβλιπα ιστιατόριου.
Κι μας φέρν από ιένα πιάτου σούπα.
Ιγώ θάρσα μόνι αυτό ήταν του φαί μας κι έτρουα παστρικά, παστρικά, να
μι δε χουρτάσου κι τρώου ιένα πανιρούδ(ι)  ψουμί.
Κι σι λίγου βλέπου φέρν’ κρέας κουκινιστό, κι ιγώ του χτάζου.
Κι λέου ιατί δε μι ίπ(ει)ς Γκόγκου ότ έχει κι άου φαί;
Αφού είπα στου γκαρσόν κι κύριου πιάτου.
Κι που ίξηρα ιγώ τι δα πεί κύριου πιάτου;
Τρώου κι του κρέας κι έσκασα μι τόσου ψουμί που πάτσα.
Μιτά μας λέν’ δα μας πάν σινιμά. Τώρα ιγώ γράματα δεν ίξιρα να
διαβάζου, αλλά δε μαρτύρσα στου Γκόγκου κι μας πάν’ σι ξέν’ τινία.
Ούτι κι η φιλινάδα’μ ίξιρει να διαβάζ’. Αυτοί κι οι δυό κουρασμένοι δε
δα κοιμήθκαν ούλη νύχτα κι απουκημήθκαν κι οι δυό.
Κι κάθουμασταν ιμείς κι ίβλιπαμι του ξένου του έργου κι ούτι η μια
καταλάβινει ούτι η άλλη.
Όταν μπίτσι του έργου, σ΄ξύπνησαμι να φύβγουμι κι λέν σας άρισει του
έργου κι λέου πάρα πουλύ κι απού μέσ’μ, τίπουτα δεν κατάλαβαμ(ι).
Τ’ν άλλ’ μέρα του έθιμου ήταν  οι νιές νύφις να πάμι σ’ πιθιρά μας του προυί.
Ι πιθιρά γάνουν(ι )απ’ του προυί δυό μπακίρια κι τ’ γκουμπλίτσα κι
ιάλτζαν κι μας προουδός(ι) σ’ βρύση να πάμ(ι) να φέρουμι νιαρό ιά να
μας ιηδούν  οι ιτόντσις.
Ιγού αυτό που ξέρου να πού, ήταν ότι η Γκόγκους μι χάλιβι ιμένα πουλύ,
αλλά δε χάλιβι να είνει μπαχτσαβάντς  κι κοίδαζει να βρεί τρόπου να
ξιφύγει κι να βρει καμιά άλλη δλειά.
Μι τόπει κι η πιθιρά΄μ μια μέρα μιτά τ’ν αραβώνια. Νύφ’ μπουρεί να
σταναχουρέθκις σ’ν αρχή αλλά ι Γκόγκους ισένα χάλιβι. Αλλά ούλου είχει
στου νού’τ πώς να ξιφύγει απ’ του μπαχτσιά, Είνι πουλύ έξυπνους κι
δουλευτάρς. Ούλη νύχτα δεν κοιμάτει κι μόνη σούριζ’ κι ουγάριαζι. Κι
ένα βράδυ σκώθκα κι πήγα να τουν ρουτήσου, ιατί Γκόγκου δεν κοιμάσι κι
μόνη σουρίιζ’;
Ιατί μάνα μόνη ουγαριάζου τι δλειά να φκιάσου κι να φύβγου απ’ του μπαχτσιά.
Κι όπως τόφκιασει. μιτά απού πέντι χρόνια, όταν βγήκαμι χώρια.
Αυτή ήταν ι αραβώνια’μ κι άλλ’ φρα δα σας που κι ια του γάμου μου. Ιγώ
αυτό που ξέρου να πού είν(ει) ότι τότ(ι) άκουαμ(ι) σ’ γουνείς μας κι
δε χάλιβαμι πουλύ άκρα κι δεν έχασαμ(ι) στ’ ζουή μας.