Φέτος συμπληρώνονται 120 χρόνια από την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, ο οποίος οδήγησε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και την ένταξή της, μαζί με άλλες περιοχές της πατρίδας μας, στον εθνικό κορμό. Είναι μια ιδιαίτερα σημαντική ιστορική επέτειος καθώς η μικρή τότε Ελλάδα είχε μόλις βγει νικήτρια μέσα από τις μάχες των δύο Βαλκανικών Πολέμων και είχε διπλασιάσει σχεδόν την έκταση και τον πληθυσμό της, επιτυγχάνοντας ένα σημαντικό μέρος της γεωγραφικής εθνικής ολοκλήρωσής της.
Όμως οι επιτυχίες και τα κατορθώματα δεν ήρθαν στα ξαφνικά και δίχως κόπο. Υπήρξε μια μακροχρόνια και σκληρή πάλη, τόσο ένοπλη όσο και ιδεολογική, ώστε να προετοιμάσει κατάλληλα το έδαφος. Μα κυρίως, η Ελλάδα είχε περάσει μέσα από τις εμπειρίες του περίφημου Μακεδονικού Αγώνα. Την επέτειο αυτού του αγώνα τιμάμε σήμερα.
Η Ελλάδα, που είχε βγει νικήτρια μέσα από τα ηρωικά κατορθώματα της επανάστασης του 1821, δεν είχε μπορέσει να συμπεριλάβει στα περιορισμένα εδάφη της πολλές περιοχές όπου κατοικούσαν Έλληνες.
Ανάμεσα στις περιοχές που παρέμεναν αλύτρωτες ήταν και η Μακεδονία, η ένδοξη γη που, πολλά χρόνια πριν, είχε γεννήσει το Μεγαλέξανδρο. Τα προβλήματα για τους υποδουλωμένους ακόμη Έλληνες της Μακεδονίας ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκα καθώς δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τις καταπιέσεις των κυρίαρχων Τούρκων. Ταυτόχρονα, έπρεπε να αντιπαλέψουν και τις διεκδικήσεις των γειτονικών λαών και κρατών και πολύ περισσότερο αυτές των Βουλγάρων.
Οι Βούλγαροι είχαν, ήδη, κατορθώσει να δημιουργήσουν δικές τους εκκλησιαστικές αρχές, αντίπαλες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έχοντας αυτές ως εργαλείο και με την ανοχή των Τούρκων προσπαθούσαν να πάρουν με το μέρος τους πολλούς από τους χριστιανούς της Μακεδονίας που ήταν σλαβόφωνοι. Η αντιπαράθεση τόσο με τους Τούρκους όσο και με τους Βούλγαρους γινόταν όλο και πιο απειλητική, όλο και πιο σκληρή. Κορυφώθηκε ανάμεσα στα 1904 με 1908 όταν πήρε μία ένοπλη και αιματηρή μορφή, τη μορφή του Μακεδονικού Αγώνα.
Το επίσημο ελληνικό κράτος απέφευγε να παρουσιάζεται ως υποκινητής των Ελλήνων της Μακεδονίας σε ανταρσία. Ωστόσο, μέσα από τα προξενεία που διέθεται στη Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι και τις Σέρρες, επέτρεψε στους Έλληνες διπλωμάτες, όπως ο Ίωνας Δραγούμης και ο Λάμπρος Κορομηλάς και ορισμένους επίλεκτους αξιωματικούς που στάλθηκαν ειδικά, να οργανώσουν και να στηρίξουν τον αγώνα. Επιπλέον, στην Αθήνα επιτράπηκε η ίδρυση και δράση του Μακεδονικού Κομιτάτου όπου ο δημοσιογράφος Δημήτριος Καλαποθάκης κατεύθυνε τις προσπάθειες των απλών πολιτών.
Στην ύπαιθρο της Μακεδονίας δρούσαν από χρόνια ένοπλές ομάδες ντόπιων αγωνιστών που σήκωναν στις πλάτες τους τις αιματηρές επιχειρήσεις άλλοτε άμυνας και άλλοτε επίθεσης. Σε αυτή πια τη φάση η Ελλάδα άρχισε να στέλνει μαζί με τα πολεμοφόδια και αξιωματικούς του στρατού οι οποίοι προσπάθησαν να οργανώσουν καλύτερα τις ομάδες των ντόπιων και των εθελοντών που κατέφθαναν κι από άλλα μέρη του ελληνισμού. Η δράση του Παύλου Μελά, ενός νέου αξιωματικού προερχόμενου από τις τάξεις της λεγόμενης καλής κοινωνίας των Αθηνών, που ξεχείλιζε από ενθουσιασμό και πατριωτισμό, έχει περάσει στη σφαίρα του θρύλου. Ο ηρωικός θάνατός του στα 1904 συγκλόνισε, συγκίνησε και ενίσχυσε ακόμη περισσότερο ένα κύμα εθελοντισμού στον αγώνα.
Οι κάτοικοι του Λαγκαδά συμμετείχαν ενεργά στον Μακεδονικό Αγώνα. Πολλοί Λαγκαδιανοί λειτούργησαν ως σύνδεσμοι και οδηγοί, βοήθησαν τους αντάρτες προσφέροντας καταφύγιο και όπλα, ενώ δημιούργησαν και οι ίδιοι ένοπλα τμήματα. Αρχικά, η συμμετοχή των κατοίκων της επαρχίας στον αγώνα εκδηλώθηκε κάπως αυθόρμητα και σχετικά ανοργάνωτα, καθώς απουσίαζαν τα συντονιστικά όργανα.
Με τον ερχομό του Παύλου Μελά και την επίσημη υιοθέτηση του αγώνα από το ελληνικό κράτος, από το 1904 ιδρύθηκαν στα χωριά του Λαγκαδά «Επιτροπές Αγώνος», που διορίστηκαν από το ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης και αναγνωρίστηκαν από το «κέντρο» του αγώνα, το Μακεδονικό Κομιτάτο, που είχε την έδρα του στην Αθήνα. Το 1904, μετά τη διάλυση της Φιλοπροόδου Αδελφότητος, ιδρύθηκε στον Λαγκαδά η οργάνωση «Αναγέννηση». Την πρωτοβουλία ανέλαβε εκ νέου ο καθηγητής Ηλ. Γεωργιάδης, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει και στην ίδρυση της Φιλοπροόδου. Προτεραιότητα της οργάνωσης υπήρξε η ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα στην επαρχία του Λαγκαδά. Σημαίνοντα διοικητικά στελέχη από τον Λαγκαδά στην «Αναγέννηση» ήταν οι Χρ. Δρεμλής, Μ. Βοσνακίδης, Αστ. Οικονόμου, Γ. Σαραντόπουλος.
Η οργάνωση μετέφερε εντολές και πολεμοφόδια στην ένοπλη ομάδα του Γ. Ράμναλη, που συγκροτήθηκε στην περιοχή, υπό την εποπτεία του Γ. Σταυρόπουλου.
Η διακίνηση όπλων γινόταν μέσα από την κρύπτη της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής. Συγκεκριμένα, στον Λαγκαδά, τα όπλα μεταφέρονταν από το Δερβένι και από εκεί στο Μελισσοχώρι μέσω της Καρίπτσιας, μιας θαμνώδους περιοχής στον κάμπο, στον λαχανόκηπο «Παράδεισος» των Δεμερτζήδων. Τα όπλα έφταναν μέσα σε καλαμωτές για μεταξοσκώληκες και στη συνέχεια συσκευάζονταν στα κάρα που μετέφεραν λαχανικά, ενώ τα φυσίγγια μεταφέρονταν ορισμένες φορές ακόμη και μέσα σε οικιακά σκεύη. Αρωγοί στην προσπάθεια αυτήν υπήρξαν ο ιερέας Ιω. Ανανιάδης, ο Δ. Κωνσταντίλας, ο γιατρός Δ. Λίγδας, ο Αθ. Γεωργιάδης, ο Δ. Δήμου, ο Αθ. Ηλιάδης και οι σύνδεσμοι Χρ. Δρεμλής, Μ. Βοσνακίδης, Δ. Καρακάντζος και Ηλ. Ηλιάδης.
Η σκληρή αιματηρή φάση του Μακεδονικού Αγώνα έληξε το 1908, με την απατηλή επικράτηση της «επανάστασης» των Νεοτούρκων που μιλούσε και υποσχόταν αλλά δεν έφερε αδελφοσύνη, ελευθερία και ισοπολιτεία για όλους τους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Απεναντίας, ανέδειξε σταδιακά το αδιάλλακτο προσωπείο του τουρκικού εθνικισμού. Τελικά, τέσσερα χρόνια αργότερα, στα 1912, οι μάχες των Βαλκανικών Πολέμων και οι διπλωματικές συμφωνίες της εποχής έδωσαν την ευκαιρία στην Ελλάδα να απελευθερώσει και να ενσωματώσει το μεγαλύτερο μέρος των μακεδονικών εδαφών, αν και θυσιάστηκαν οριστικά σημαντικά κέντρα του μακεδονικού ελληνισμού όπως το Μοναστήρι, η Στρώμνιτσα και το Μελένικο.