Αγροτικό ΒΗΜΑ : Ολοσχερής καταστροφή στα πυρηνόκαρπα της Μακεδονίας από τον παγετό
Ολοσχερής είναι η καταστροφή στις καλλιέργειες της Μακεδονίας από το κύμα κακοκαιρίας του Απριλίου που έπληξε την περιοχή με πρωτοφανή σφοδρότητα. Όπως αναφέρουν παραγωγοί από τη Μακεδονία η καταστροφή που υπέστησαν είναι η χειρότερη των τελευταίων 20 ετών. Η εικόνα που αντικρίσαμε επισκεπτόμενοι την περιοχή τρεις μέρες μετά τον παγετό περιγράφεται με μία μόνο λέξη: θλίψη!
Πιο αναλυτικά η εικόνα που παρουσιάζεται ανά προϊόν είναι η εξής:
Ροδάκινα
Γύρω στο 10% της μέσης ετήσιας παραγωγής προβλέπεται να φτάσει η φετινή παραγωγή ροδάκινων. Στους κύριους παραγωγικούς νομούς ροδάκινου (Ημαθία και Πέλλα) η καταστροφή είναι ολοσχερής. Ελάχιστα κτήματα φιλοδοξούν να έχουν φέτος παραγωγή, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στα Σεβαστιανό και το Ριζό Πέλλας, στις ορεινές περιοχές στην περιφέρεια του κάμπου, καθώς και στις περιοχές κοντά στον ποταμό Αλιάκμονα.
Η καταστροφή στο ροδάκινο είναι σχεδόν ολοκληρωτική και στα κτήματα του Βελβεντού Κοζάνης και του Αμύνταιου Φλώρινας. Η μόνη περιοχή παραγωγής ροδάκινου που όπως εκτιμάται δεν υπέστη ζημιές είναι η Θεσσαλία.
Η συνολική εγχώρια παραγωγή δεν αναμένεται να ξεπεράσει φέτος τους 70.000 τόνους, απ’ τους οποίους περίπου 10-15.000 τόνοι υπολογίζονται τα συμπύρηνα. Να σημειωθεί επίσης ότι η αναμενόμενη παραγωγή των 70.000 τόνων δεν επαρκεί για να καλύψει ούτε καν τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς.
Νεκταρίνια
Με βάση τις πρώτες εκτιμήσεις τα νεκταρίνια υπέστησαν ακόμη μεγαλύτερη ζημιά από τα ροδάκινα και κανείς δεν είναι σε θέση να πει αν θα υπάρξει φέτος παραγωγή και σε ποιο ύψος θα κυμανθεί τελικά ο συνολικός όγκος παραγωγής. Όπως σωστά μας επισήμαναν ντόπιοι παραγωγοί η ζημιά στα νεκταρίνια θα φανεί περισσότερο λόγω του ότι οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι σαφώς μικρότερες από τις αντίστοιχες των ροδάκινων, με αποτέλεσμα ακόμα και αν περισωθεί ένα 10% της παραγωγής, η συγκομισθείσα ποσότητα να είναι εκ των πραγμάτων πολύ χαμηλή, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ακόμη ότι τα νεκταρίνια είναι πιο ευαίσθητα στα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Βερίκοκα – Δαμάσκηνα – Βανίλιες – Αχλάδια
Στα προϊόντα αυτά η καταστροφή είναι ολοκληρωτική και φτάνει το 100%. Έτσι η αγορά δεν υπολογίζει φέτος στην προμήθεια βερίκοκων, δαμάσκηνων και βανίλιας από τη Μακεδονία και θα προσπαθήσει να καλύψει τις ανάγκες της από την παραγωγή της Πελοποννήσου όσον αφορά τα βερίκοκα και της Θεσσαλίας όσον αφορά τα δαμάσκηνα, τις βανίλιες και τα αχλάδια.
Μήλα
Είναι σχετικά νωρίς για να εκτιμηθεί το μέγεθος της καταστροφής που υπέστη ο τομέας του μήλου στην περιοχή της Μακεδονίας. Τα δέντρα βρίσκονταν στο στάδιο της αποκαλούμενης πράσινης κορυφής και οι ζημιές με βάση τις πρώτες ενδείξεις ενδέχεται να φτάσουν στο 60% της αναμενόμενης παραγωγής. Στα τέλη Μαΐου θα έχουμε εικόνα για το πώς έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στον τομέα του μήλου και για την προβλεπόμενη παραγωγή μήλου για το έτος 2003 μετά και τις τελευταίες εξελίξεις. Κεράσια
Τις λιγότερες δυνατές ζημιές σε σχέση με τις υπόλοιπες δενδρώδεις καλλιέργειες υπέστη ο τομέας του κερασιού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ζημιές και στοντομέα αυτόν είναι αμελητέες. Μεγαλύτερη είναι η ζημιά που καταγράφεται στα πρώιμα κεράσια που βρίσκονται στην πλειοψηφία τους στον κάμπο ενώ καλύτερη είναι η τύχη των κτημάτων στα ορεινά της Έδεσσας, που αποτελούν και τα μόνα κτήματα που έμειναν σχετικά ανέπαφα από την κακοκαιρία.
Παρ’ όλα αυτά το ύψος της παραγωγής κι εδώ αναμένεται πολύ μειωμένο αφού σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις θα κυμανθεί στο 40-50% της μέσης ετήσιας παραγωγής.
Και τώρα τι γίνεται;
Ο ΕΛΓΑ και η πολιτεία υποσχέθηκαν ότι οι παραγωγοί της Μακεδονίας θα αποζημιωθούν για τις ζημιές που υπέστησαν και θα πληρωθούν στους χρόνους που θα εισέπρατταν τα χρήματα τους υπό κανονικές συνθήκες. Αυτό συνεπάγεται λογικά ότι οι αποζημιώσεις δε θα δοθούν πριν τις αρχές της νέας χρονιάς. Εν όψει και των επερχόμενων εκλογών επικρατεί ωστόσο αισιοδοξία -και θα λέγαμε μάλλον βεβαιότητα- ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αποζημιώσεις θα δοθούν στους παραγωγούς.
Μια άλλη οπτική στο όλο θέμα θέτει ο κ. Κώστας Τσιπουρίδης, ερευνητής στο Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας. «Το σημαντικότερο», επισημαίνει, «είναι να συνεχιστούν τα προγράμματα αντιπαγετικής προστασίας της περιοχής, ώστε να υπάρχει πρωτίστως πρόληψη και επομένως μικρότερη πιθανότητα απωλειών της εγχώριας παραγωγής. Τα προγράμματα αυτά επιδοτούνταν μάλιστα από τον ΕΛΓΑ, αλλά έχουν σταματήσει τον τελευταίο καιρό». Σύμφωνα επίσης με τον ίδιο, η καλλιέργεια του ροδάκινου θα μπορούσε να επεκταθεί και στη νότια Ελλάδα, σε θερμότερες δηλαδή περιοχές, όπως έκανε πρόσφατα και η Ισπανία. Τα οφέλη στην περίπτωση αυτή είναι πολλαπλά, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται μια μεγαλύτερη εξισορρόπηση της παραγωγής και αποφεύγονται οι αρνητικές συνέπειες στον εμπορικό και βιομηχανικό τομέα, όπως ενδεχομένως θα συμβεί φέτος. Οι ποικιλίες που μπορούν να καλλιεργηθούν στη νότια Ελλάδα, συνεχίζει ο κ. Τσιπουρίδης, είναι κατά πρώτο λόγο οι πρώιμες, αφού με δεδομένο τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά των θερμότερων περιοχών στις πρώιμες καλλιέργειες η παραγωγή ροδάκινου θα ξεκινήσει τουλάχιστο κατά 20 ημέρες νωρίτερα από τις πρώιμες ποικιλίες της βόρειας Ελλάδας.
Τα οφέλη στην περίπτωση αυτή είναι πολλά αφού με αυτόν τον τρόπο θα καλύπταμε την εσωτερική αγορά, που την περίοδο αυτή καλύπτει τις ανάγκες της με εισαγωγές, θα επιμηκύναμε το χρόνο λειτουργίας των συσκευαστηρίων και θα εδραιωνόταν ακόμη περισσότερο ο τομέας του ελληνικού ροδάκινου στις ευρωπαϊκές αγορές τοποθετώντας πρώτος τα προϊόντα του, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση του συνολικού όγκου των εξαγόμενων ροδάκινων, καλύτερες τιμές και προώθηση των εμπορικών μας συναλλαγών.
Σε απόγνωση ο εμπορικός τομέας
Οι παράπλευρες οικονομικές δραστηριότητες που σχετίζονται με το ροδάκινο και τα υπόλοιπα προϊόντα της δυτικής Μακεδονίας είναι πολύ μεγάλες. Όπως είναι αναμενόμενο κάθε εμπορική δραστηριότητα προβλέπεται να νεκρώσει. Χιλιάδες άνθρωποι δουλεύουν κάθε χρόνο στα συσκευαστήρια, στις εταιρίες υλικών συσκευασίας, στις μεταφορές και στις υπηρεσίες γενικότερα γύρω από τον τομέα των πυρηνό-καρπων. Όλοι αυτοί θα χάσουν φέτος μια σημαντική πηγή εισοδήματος ενώ πολλές εταιρίες ενδέχεται να βρεθούν σε οικονομική κρίση. Όπως φημολογείται στην περιοχή το σημαντικότερο πλήγμα θα το δεχτούν οι μικροί συνεταιρισμοί και όσες επιχειρήσεις έχουν έργα σε εξέλιξη. Ορισμένοι μιλούν για οριστικό κλείσιμο κάποιων επιχειρήσεων, που στην καλύτερη περίπτωση θα αναστείλουν τις εργασίες τους ή θα αποπειραθούν να προβούν σε συγχωνεύσεις.
Ένα μεγάλο μέρος από τις ομάδες παραγωγών προσανατολίζεται ωστόσο στην καλλιέργεια κηπευτικών, προσδοκώντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ξεπεραστεί η κρίση. Δεν ξέρουν όμως σε τι προϊόν να στρέψουν τους παραγωγούς τουςαφού εκτός των άλλων οι παραγωγοί στις πληγείσες περιοχές δε διαθέτουν επαρκή παραγωγική γνώση γύρω από τα κηπευτικά και επιπλέον δεν υπάρχει εμπειρία συσκευαστικής και εμπορικής διαχείρισης τέτοιων προϊόντων από τους συνεταιρισμούς. Παρά τα προβλήματα τέτοιες λύσεις φαίνονται επιβεβλημένες για τη φετινή χρονιά. Το ερώτημα που εγείρεται ωστόσο είναι αν θα αντέξει η ελληνική αγορά μια ενδεχόμενη αύξηση στις παραχθείσες ποσότητες λαχανικών, πατάτας τομάτας για παράδειγμα, που κατά τα φαινόμενα θα βγουν στην αγορά τους καλοκαιρινούς ή φθινοπωρινούς μήνες, ή θα καταρρεύσουν οι τιμές οδηγώντας σε ένα φαύλο κύκλο.
Για το λόγο αυτό και επειδή ως “Φ.Ν.” πιστεύουμε τελικά θα είναι πολλοί οι παραγωγοί που θα προχωρήσουν σε καλλιέργειες λαχανικών κρίνουμε σκόπιμο να επαναδημοσιεύσουμε σχετικό ρεπορτάζ (τ.47, Δεκέμβριος 2002) με θέμα τις συνθήκες συντήρησης των φυλλωδών λαχανικών. Τα περισσότερα συσκευαστήρια της περιοχής διαθέτουν εξάλλου υποδομή σε ψυκτικούς θαλάμους, ώστε να διαχειριστούν πιο ορθολογικά μια τέτοιου είδους παραγωγή.
Έχοντας κατά νου το ενδεχόμενο αυτό οι παραγωγοί λαχανικών της νότιας Ελλάδας θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τις ημερομηνίες φύτευσης, ώστε να αποφευχθεί στο μέτρο του δυνατού η πιθανότητα συσσώρευσης της παραγωγής.
Από μία άλλη άποψη θα μπορούσε να λεχθεί ότι μέσα απ αυτήν την καταστροφή ίσως προκύψουν και κάποια θετικά, όπως μια παραγωγή νέων προϊόντων και ειδικότερα κηπευτικών-λαχανικών, στα οποία σημειωτέον τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται αύξηση των εισαγωγών μας.